- μεγαλόπλουτος
- μεγαλόπλουτος, -ον (Α)πολύ πλούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλόπλουτος — exceeding rich masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόπλουτον — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem acc sg μεγαλόπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπλούτου — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπλούτων — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπλούτῳ — μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόπλουτ' — μεγαλόπλουτα , μεγαλόπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc pl μεγαλόπλουτε , μεγαλόπλουτος exceeding rich masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοπλούσιος — μεγαλοπλούσιος, ον (Α) μεγαλόπλουτος* … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek